τοκογλύφους

τοκογλύφους
τοκογλύφος
one who marks down his interest
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • βουλιμία — η 1. η ακόρεστη πείνα: Πάχυνε γιατί μετά τη δουλειά έτρωγε με βουλιμία. 2. μτφ., η υπερβολική επιθυμία: Η βουλιμία για υπερβολικό κέρδος χαρακτηρίζει τους τοκογλύφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλέξιμο — το το ανακάτωμα, το μπέρδεμα, η ανάμειξη: Είχε μπλεξίματα με τοκογλύφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”